πτύσματος

πτύσματος
πτύσμα
sputum
neut gen sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • плюновениѥ — ПЛЮНОВЕНИ|Ѥ (3*), ˫А с. Плевок: и си рекъ плюну на зе(м) i смѧте прахъ ѿ плюновень˫а. (ἐκ τοῦ πτύσματος) КТур XII сп. XIV2, 264 об.; вл(д)ка нашь… плюновениѥмь ѿ рода слѣпагѡ ицѣливъ. МПр XIV2, 65 об.; си рекъ плюну на землю. и створи калъ.… …   Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)

  • πτύσμα — το, ΝΜΑ [πτύω] το φτύσμα, αυτό που φτύνεται κατά την απόχρεμψη, πτύελο, απόχρεμμα (α. «πτύσματα λεπτὰ καὶ ἁλυκὰ καὶ κεχρωσμένα ἀκρήτῳ χρώματι», Ιππ. β. «καὶ τι τῶν πρὸς τῷ τοίχῳ πτυσμάτων ἐπισημηναμένου», Πολ. γ. «ἔπτυσε χαμαὶ καὶ ἐποίησε πηλὸν… …   Dictionary of Greek

  • χαμαί — ΝΜΑ επίρρ. στο έδαφος, καταγής, χάμω (α. «χαμαί θωρώ και λέω το» ντρέπομαι πολύ, λαϊκ. έκφρ. θ. «εἴπατε τῷ βασιλεῖ χαμαὶ πέσε δαίδαλος αὐλά,...», παροιμ. φρ. γ. «ταῡτα εἰπὼν ἔπτυσε χαμαὶ καὶ ἐποίησε πηλὸν ἐκ τοῡ πτύσματος», ΚΔ) αρχ. 1. μτφ. στο… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”